λαχανοειδής

λαχανοειδής
λᾰχᾰνο-ειδής, ές,
A of the colour of vegetables, Tz. ap. Sch.Nic.Al. 570.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαχανοειδής — ές (AM λαχανοειδής, ές) [λάχανον] αυτός που μοιάζει με λάχανο κατά το χρώμα, πρασινωπός …   Dictionary of Greek

  • λαχανοειδῆ — λαχανοειδής of the colour of vegetables neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λαχανοειδής of the colour of vegetables masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λαχανοειδής of the colour of vegetables masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχανοειδέος — λαχανοειδής of the colour of vegetables masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”